- τιλμος
- τιλμόςὅ вырывание волос
(τιλμοὴ καὴ στιγμοί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τιλμοὴ καὴ στιγμοί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιλμός — plucking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμός — ὁ, Α [τίλλω] 1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα 2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.) 3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.) 4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» αποφλοίωση οσπρίων … Dictionary of Greek
τιλμοῖσι — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῖσιν — τιλμός plucking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοί — τιλμός plucking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμοῦ — τιλμός plucking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμούς — τιλμός plucking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῶν — τιλμός plucking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλμῷ — τιλμός plucking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)